πυξιδοθήκη

πυξιδοθήκη
η мор. нактоуз (ящик для судового компаса)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πυξιδοθήκη" в других словарях:

  • πυξιδοθήκη — η, Ν κυλινδρικό κιβώτιο όπου τοποθετείται η μαγνητική πυξίδα τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυξίδα + θήκη (πρβλ. ίματιο θήκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… …   Dictionary of Greek

  • γκριζόλα — και γριζιόλα, η πυξιδοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (μαλτέζ.) gisiola] …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»